-
1 ὑπ-εργάζομαι
ὑπ-εργάζομαι (s. ἐργάζομαι), 1) unterarbeiten, umarbeiten; ἄρουραν, D. Hal. 10, 17; vgl. Xen. Oec. 16, 10. – 2) unterwerfen, unterthänig machen; ὡς ὑπείργασμαι εὖ ψυχὴν ἔρωτι, Eur. Hipp. 504; ἐπεὶ νῷν πόλλ' ὑπείργασται φίλα, Med. 871. – 3) unter der Hand, heimlich thun, Plut. Galb. 9.
См. также в других словарях:
υπεργάζομαι — ΜΑ ενεργώ κρυφά, υπονομεύω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω («τῷ σπόρῳ νεὸν ὑπεργάζεσθαι», Ξεν.) 2. κάνω κρυφά κάτι 3. παράγω βαθμιαία 4. εξυπηρετώ, προσφέρω εκδούλευση («ἐπεὶ νῷν πόλλ ὑπείργασται φίλα», Ευρ.) 5. καταβάλλω, υποτάσσω («ὑπείργασμαι ψυχὴν… … Dictionary of Greek